- λεπριάζω
- αμετ. заболевать проказой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπριάζω — (Μ λεπριάζω) προσβάλλομαι από λέπρα ή έχω λέπρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτ. τ. τού λεπριῶ, σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ λεπρίασα] … Dictionary of Greek
λέπριασμα — το [λεπριάζω] η μετάδοση τής λέπρας, η προσβολή από λέπρα … Dictionary of Greek
λεπριώ — (Α λεπριῶ, άω) [λέπρα] λεπριάζω … Dictionary of Greek